„πλαστικότητα“: θηλυκό πλαστικότητα [plastiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Plastizität Plastizitätθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαστικότητα πλαστικότητα