„πλακώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα πλακώνομαι [plaˈkonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich raufen sich raufen πλακώνομαι πλακώνομαι