πλακουτσωτός
[plakutsoˈtos], πλακουτσωτή, πλακουτσωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- eingedrücktπλακουτσωτός μύτηπλακουτσωτός μύτη
Thank you for your feedback!