„πλαδαρότητα“: θηλυκό πλαδαρότητα [plaðaˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlaffheit Schlaffheitθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαδαρότητα πλαδαρότητα