„πλένομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα πλένομαι [ˈplenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich waschen sich waschen πλένομαι πλένομαι examples πλένεται es ist waschbar πλένεται