„πλάι“: ουδέτερο πλάι [ˈplai]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seite Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich f πλάι πλαϊνή πλευρά πλάι πλαϊνή πλευρά „πλάι“: επίρρημα πλάι [ˈplai]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) daneben neben mir/dir examples στο πλάι daneben στο πλάι πλάι μου/σου neben mir/dir πλάι μου/σου