„πλάγιασμα“: ουδέτερο πλάγιασμα [ˈplajazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlafengehen Schlafengehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n πλάγιασμα πλάγιασμα