πιτσυλίζω
[pitsiˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> πιτσυλώ [pitsiˈlo] <-άς>μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bespritzenπιτσυλίζωπιτσυλίζω