„πιτσιρίκος“: αρσενικό πιτσιρίκος [pitsiˈrikos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Knirps Knirpsαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιτσιρίκος πιτσιρίκος