πιστοποίηση
[pistoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beglaubigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπιστοποίησηBescheinigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπιστοποίησηπιστοποίηση