„πικροδάφνη“: θηλυκό πικροδάφνη [pikroˈðafni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Oleander Oleanderαρσενικό | Maskulinum, männlich m πικροδάφνη πικροδάφνη