„πικραλίδα“: θηλυκό πικραλίδα [pikraˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Löwenzahn Löwenzahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m πικραλίδα βοτανική | Botanikβοτ πικραλίδα βοτανική | Botanikβοτ