„πιθάρι“: ουδέτερο πιθάρι [piˈθari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tongefäß, Tontopf Tongefäßουδέτερο | Neutrum, sächlich n πιθάρι Tontopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιθάρι πιθάρι