„πιγκουίνος“: αρσενικό πιγκουίνος [piŋguˈinos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pinguin Pinguinαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιγκουίνος πιγκουίνος