„πιανίστας“: αρσενικό πιανίστας [pjaˈnistas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, πιανίστρια [pjaˈnistria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pianist Pianistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f πιανίστας πιανίστας