„πιέτα“: θηλυκό πιέτα [ˈpjeta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Falte Falteθηλυκό | Femininum, weiblich f πιέτα σε ρούχο πιέτα σε ρούχο