„πηνίο“: ουδέτερο πηνίο [piˈnio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spule Spuleθηλυκό | Femininum, weiblich f πηνίο πηνίο examples πηνίο ανάφλεξης Zündspuleθηλυκό | Femininum, weiblich f πηνίο ανάφλεξης