„Πηνέλοπη“: θηλυκό Πηνέλοπη [piˈnelopi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Penelope Penelopeθηλυκό | Femininum, weiblich f Πηνέλοπη μυθολογία | Mythologieμυθ Πηνέλοπη μυθολογία | Mythologieμυθ