„πηδάλιο“: ουδέτερο πηδάλιο [piˈðalio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steuer Steuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n πηδάλιο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ πηδάλιο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ