πηγάζω
[piˈɣazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entspringenπηγάζω ποταμός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπηγάζω ποταμός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ