πηγάδι
[piˈɣaði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Schöpf-)Brunnenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπηγάδιπηγάδι
- Schachtαρσενικό | Maskulinum, männlich mπηγάδι μεταλλουργία | Bergbauμεταλλπηγάδι μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ