„πετροβόλημα“: ουδέτερο πετροβόλημα [petroˈvolima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steinigung Steinigungθηλυκό | Femininum, weiblich f πετροβόλημα πετροβόλημα