„πετιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα πετιέμαι [peˈtjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πετιέμαι → see „πετάγομαι“ πετιέμαι → see „πετάγομαι“