„πεταχτός“ πεταχτός [petaxˈtos], πεταχτή, πεταχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hervortretend. hervortretend. πεταχτός μάτια, φλέβες πεταχτός μάτια, φλέβες examples πεταχτά αυτιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl abstehende Ohrenπληθυντικός | Plural pl πεταχτά αυτιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl