„Περσέας“: αρσενικό Περσέας [perˈseas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Perseus Perseusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Περσέας μυθολογία | Mythologieμυθ Περσέας μυθολογία | Mythologieμυθ