„Περουβιανή“: θηλυκό Περουβιανή [peruviaˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Peruanerin Peruanerinθηλυκό | Femininum, weiblich f Περουβιανή Περουβιανή