„περιστοίχιση“: θηλυκό περιστοίχιση [periˈstiçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einkreisung Einkreisungθηλυκό | Femininum, weiblich f περιστοίχιση περιστοίχιση