„περισπωμένη“: θηλυκό περισπωμένη [perispoˈmeni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tilde Tildeθηλυκό | Femininum, weiblich f περισπωμένη τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ περισπωμένη τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ