„περιπλέω“: μεταβατικό ρήμα περιπλέω [periˈpleo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umschiffen, umsegeln umschiffen, umsegeln περιπλέω περιπλέω