περιπατητής
[peripatiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, περιπατήτρια [peripaˈtitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spaziergängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριπατητήςπεριπατητής