Greek-German translation for "περιορισμένος"

"περιορισμένος" German translation

περιορισμένος
[periorizˈmenos], περιορισμένη, περιορισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • begrenzt
    περιορισμένος
    περιορισμένος
  • eingeengt
    περιορισμένος χωρίς ελευθερία κινήσεων
    περιορισμένος χωρίς ελευθερία κινήσεων
  • beschränkt.
    περιορισμένος αντίληψη
    περιορισμένος αντίληψη
examples
  • περιορισμένη θέαθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Teilansichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περιορισμένη θέαθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • περιορισμένη όρασηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Sehbehinderungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περιορισμένη όρασηθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • περιορισμένος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εισακτέων
    Numerus claususαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    περιορισμένος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εισακτέων

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: