περικύκλωση
[periˈkjiklosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einkreisungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερικύκλωσηEinschließungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερικύκλωσηπερικύκλωση