„περικόχλιο“: ουδέτερο περικόχλιο [periˈkoxlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schraubenmutter Schraubenmutterθηλυκό | Femininum, weiblich f περικόχλιο περικόχλιο