„περικυκλώνω“: μεταβατικό ρήμα περικυκλώνω [perikjiˈklono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einkreisen, umringen, einschließen einkreisen, umringen, einschließen περικυκλώνω περικυκλώνω