περικοπή
[perikoˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kürzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερικοπή μισθούBeschneidungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερικοπή μισθούπερικοπή μισθού
- Einschränkungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερικοπή δαπανώνπερικοπή δαπανών
- Kürzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερικοπή βιβλίουπερικοπή βιβλίου
- Ausschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mπερικοπή απόσπασμαπερικοπή απόσπασμα
examples
- περικοπή μισθούLohnkürzungθηλυκό | Femininum, weiblich f