„περικνημίδα“: θηλυκό περικνημίδα [perikniˈmiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stiefelschaft Stiefelschaftαρσενικό | Maskulinum, männlich m περικνημίδα περικνημίδα