„περιδέραιο“: ουδέτερο περιδέραιο [periˈðerio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Halskette Halsketteθηλυκό | Femininum, weiblich f περιδέραιο περιδέραιο