περιβαλλοντολογικός
[perivalondolojiˈkos], περιβαλλοντολογική, περιβαλλοντολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umwelt-.περιβαλλοντολογικόςπεριβαλλοντολογικός
examples
- περιβαλλοντολογική ευαισθητοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich fUmweltbewusstseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n