„περιβάλλομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα περιβάλλομαι [periˈvalome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich umgeben sich umgeben (από mit) περιβάλλομαι περιβάλλομαι