„περιαυτολογία“: θηλυκό περιαυτολογία [periaftoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eigenlob Eigenlobουδέτερο | Neutrum, sächlich n περιαυτολογία περιαυτολογία