„περασμένα“: πληθυντικός ουδετέρου περασμένα [perazˈmena]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vergangenheit Vergangenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f περασμένα περασμένα