περίφραξη
[peˈrifraksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umzäunungθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίφραξηπερίφραξη
examples
-
- περίφραξη με συρματόπλεγμαStacheldrahtzaunαρσενικό | Maskulinum, männlich m