περίσταση
[peˈristasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίσταση ευκαιρίαπερίσταση ευκαιρία
- Umständeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplπερίσταση πληθυντικός | Pluralpl κατάσταση των πραγμάτωνπερίσταση πληθυντικός | Pluralpl κατάσταση των πραγμάτων
examples
- περίσταση της ζωήςLebenslageθηλυκό | Femininum, weiblich f