„περίπλοκος“ περίπλοκος [peˈriplokos], περίπλοκη, περίπλοκοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kompliziert, umständlich kompliziert, umständlich περίπλοκος περίπλοκος