„περίοικος“: αρσενικό περίοικος [peˈriikos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anlieger, Periöke Anliegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίοικος περίοικος Periökeαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίοικος ιστορία | Geschichteιστ περίοικος ιστορία | Geschichteιστ