„πεπλοφόρος“ πεπλοφόρος [peploˈforos], πεπλοφόρος, πεπλοφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verschleiert verschleiert πεπλοφόρος πεπλοφόρος