„πεντικιούρ“: ουδέτερο πεντικιούρ [pendiˈkjjur]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pediküre Pediküreθηλυκό | Femininum, weiblich f πεντικιούρ πεντικιούρ