„Πεντηκοστή“: θηλυκό Πεντηκοστή [pendikosˈti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pfingsten Pfingstenουδέτερο | Neutrum, sächlich n Πεντηκοστή Πεντηκοστή