„πεντάρα“: θηλυκό πεντάρα [penˈdara]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Groschen Groschenαρσενικό | Maskulinum, männlich m πεντάρα πεντάρα