„πεντάπραχτος“ πεντάπραχτος [penˈdapraxtos], πεντάπραχτη, πεντάπραχτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fünfaktig fünfaktig πεντάπραχτος πεντάπραχτος